κορδακισμός

κορδακισμός
ο (Α κορδακισμός) [κορδακίζω]
κορδάκισμα, άσεμνος χορός, απρεπής κίνηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κορδακισμός — κορδᾱκισμός , κορδακισμός licentious dancing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακτρισμός — μακτρισμός, ὁ (Α) είδος αρχαίου ασελγούς χορού, απόκινος* («τὴν δ ἀπόκινον καλουμένην ὄρχησιν... ὕστερον μακτρισμὸν ὠνόμασαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» με επίδραση τών μακτήρ, μάκτρα, μέσω ενός αμάρτυρου *μακτρίζω… …   Dictionary of Greek

  • κορδακισμοῖς — κορδᾱκισμοῖς , κορδακισμός licentious dancing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακισμοί — κορδᾱκισμοί , κορδακισμός licentious dancing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακισμούς — κορδᾱκισμούς , κορδακισμός licentious dancing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακισμῶν — κορδᾱκισμῶν , κορδακισμός licentious dancing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδακισμόν — κορδᾱκισμόν , κορδακισμός licentious dancing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”